-
1 спортплощадка
спортплощадка ж (спортивная площадка) το αθλητικό γήπεδο* * *ж(спорти́вная площа́дка) το αθλητικό γήπεδο -
2 площадка
площадкаж1. τό γήπεδο[ν], τό πε-δίο[ν]:спортивная \площадка τό ἀθλητικό γήπεδο· теннисная \площадка τό γήπεδο τέννις· строительная \площадка ὁ χώρος οἰκοδομής· взлетная (посадочная) \площадка ав. τό πεδίο ἀπογείωσης (προσγειώσεως)·2. (лестничная) τό πλατύσκάλο[ν], τό κεφαλοσκα-λο[ν]·3. (вагона, трамвая) ὁ ἐξώστης. -
3 спортйвный
спорт||йвныйприл ἀθλητικός:\спортйвныййвные и́гры τά ἀγωνίσματα· \спортйвныййвная площадка τό ἀθλητικό γήπεδο· \спортйвныйи́вный зал τό γυμ-ναστἡριο[ν]. -
4 площадка
-и θ.1. πλατεία μικρή• γηπεδάκι• πίστα, στίβος κονίστρα•спортивная площадка αθλητικό γήπεδο•
танцевальная площадка πίστα χορού•
орудииная площадка τηλεβολοστάσιο.
|| χώρος επίπεδος•строительная площадка χώρος οικοδομής•
на лестнице πλατύσκαλο, πλατύβαθμο, κλιμακτήρας.
2. εξέδρα.3. πλατειΐτσα βαγονιού. -
5 поприще
-а ουδ.1. παλ. πεδίο• γήπεδο (αθλητικό)• (γραπ. λόγος) μέρος, τόπος•поприще военных действий θέατρο πολεμικών επι-επιχειρήσεων.
2. σφαίρα (τομέας) δράσης.3. (γραπ. λόγος)• σταδιοδρομία, καριέρα.
См. также в других словарях:
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
βόλεϊ μπολ ή πετοσφαίριση — (volleyball). Αθλητικό αγώνισμα που παίζεται από δύο ομάδες, οι οποίες για να κερδίσουν πόντο πρέπει να πετάξουν την μπάλα από την άλλη πλευρά του φιλέ, έτσι ώστε αυτή να πέσει στο αντίπαλο γήπεδο αγγίζοντας το έδαφος ή αναγκάζοντας τους παίκτες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
κρίκετ — (cricket). Αθλητικό ομαδικό παιχνίδι στο οποίο χρησιμοποιείται μία μπάλα και ξύλινα ρόπαλα. Το κ. προέρχεται από την Αγγλία, όπου ήταν γνωστό από τον Μεσαίωνα. Τον 18o αι. έγιναν οι πρώτοι επίσημοι αγώνες κ. ανάμεσα στους συλλόγους κ., με… … Dictionary of Greek
χειροσφαίριση — η, Ν (αθλ.) αθλητικό αγώνισμα που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, αλλά στο οποίο η μπάλα παίζεται με τα χέρια και σε μικρότερο γήπεδο, από δύο ομάδες απαρτιζόμενες η καθεμιά από 7 ή από 11 παίκτες, κν. χάντμπολ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου … Dictionary of Greek
ΑΕΚ — (Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως). Αθλητικός σύλλογος (σήμερα έχει εταιρικό χαρακτήρα), με σημαντικές διακρίσεις, ιδίως στον ομαδικό αθλητισμό. Η προϊστορία της πρέπει να αναζητηθεί στη δράση των ελληνικών αθλητικών σωματείων της… … Dictionary of Greek
γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… … Dictionary of Greek